-
1 ελεφαντοδετος
См. также в других словарях:
ταυρόδετος — ον, Α παρασκευασμένος από δέρμα ταύρου («ταυρόδετος κόλλα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + δετός (< δέω «δένω»), πρβλ. ἐλεφαντό δετος] … Dictionary of Greek
1 ελεφαντοδετος
ταυρόδετος — ον, Α παρασκευασμένος από δέρμα ταύρου («ταυρόδετος κόλλα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + δετός (< δέω «δένω»), πρβλ. ἐλεφαντό δετος] … Dictionary of Greek