-
1 ἐλεφαντό-δετος
ἐλεφαντό-δετος, mit Elfenbein verbunden; φόρμιγξ Ar. Av. 218; damit verziert, δόμοι Eur. I. A. 582.
-
2 ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντό-δετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεφαντόδετος
-
3 ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντό-δετος, mit Elfenbein verbunden; damit verziert -
4 ελεφαντοδετος
См. также в других словарях:
ταυρόδετος — ον, Α παρασκευασμένος από δέρμα ταύρου («ταυρόδετος κόλλα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + δετός (< δέω «δένω»), πρβλ. ἐλεφαντό δετος] … Dictionary of Greek