-
1 ελεφαντιστού
-
2 ἐλεφαντιστοῦ
См. также в других словарях:
ἐλεφαντιστοῦ — ἐλεφαντιστής elephant driver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ελεφαντιστού
2 ἐλεφαντιστοῦ
ἐλεφαντιστοῦ — ἐλεφαντιστής elephant driver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)