Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐλεφάντινος

См. также в других словарях:

  • ἐλεφάντινος — of ivory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεφάντινος — η, ο (AM ἐλεφάντινος, η, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελέφαντα 2. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο 3. άσπρος σαν ελεφαντόδοντο 4. το ουδ. ως ουσ. το ελεφάντινον η ουσία τού ελεφαντοστού …   Dictionary of Greek

  • ελεφάντινος — η, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφαντα, που είναι του ελέφαντα. 2. ελεφαντένιος (βλ. λ.,1). 3. ο λευκός σαν το ελεφαντοκόκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεφαντίνων — ἐλεφάντινος of ivory fem gen pl ἐλεφάντινος of ivory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφάντινον — ἐλεφάντινος of ivory masc acc sg ἐλεφάντινος of ivory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντινέων — ἐλεφάντινος of ivory masc/fem gen pl (epic ionic) ἐλεφαντίνεος of elephants fem gen pl ἐλεφαντίνεος of elephants masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίναις — ἐλεφάντινος of ivory fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίνη — ἐλεφάντινος of ivory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίνην — ἐλεφάντινος of ivory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίνης — ἐλεφάντινος of ivory fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίνοις — ἐλεφάντινος of ivory masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»