-
1 ελεφάντινος
-
2 ἐλεφάντινος
-
3 ἐλεφάντινος
ἐλεφάντινος, von Elfenbein; Ar. Plut. 815; ὀροφή Plat. Critia. 116 d; schön wie Elfenbein, weiß, χείρ Ar. Equ. 1159; μέτωπον, τράχηλος, Anacr. 15, 12. 16, 29.
-
4 ελεφαντινος
-
5 ἐλεφάντινος
ἐλεφάντινος, u. ἐλεφαντίνεος, von Elfenbein; schön wie Elfenbein, weiß -
6 ἐλεφάντινος
ἐλεφάντινος, η, ον (ἐλέφας ‘ivory’; Alcaeus+; Epict. 2, 19, 26; SIG2 586: 47, 55, 75, 80; Sb 7181 B 12; LXX, Joseph.) pert. to being made of ivory, of ivory σκεῦος articles made of ivory Rv 18:12. Of a couch (cp. Appian, Liby. 32 §137, 4=a chair for a king; Bell. Civ. 2, 106 §442; Jos., Bell. 7, 126.—Ant. 8, 140 Solomon’s ivory throne) Hv 3, 1, 4.—BHHW I 393f. DELG s.v. ἐλέφας. M-M. -
7 ἐλεφάντινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐλεφάντινος
-
8 ελεφάντινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ελεφάντινος
-
9 ελεφάντινος
η, ο[ν]1) слоновый; 2) (из) слоновой кости -
10 ἐλεφάντινος
(сделанный) из слоновой кости.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐλεφάντινος
-
11 ελεφάντινος
[элэфандинос] επ. из слоновой кости,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελεφάντινος
-
12 ἐλεφάντινος
-η,-ον + A 0-4-3-3-0=10 1 Kgs 10,18; 22,39; 2 Chr 9,17.21; Ez 27,15 -
13 ελεφάντινος
[элэфандинос] επ из слоновой кости. -
14 ἐλεφάντινος
A of ivory, Alc.33.1, Ar. Eq. 1169, Pl. 815, al.; δίφρος ἐ.,= Lat. sella curulis, Plb.6.53.9 (pl.), al.; οἶκοι ἐ. LXXAm.3.15; τὸ ἐ. the substance of ivory, Pl.Hp.Ma. 290c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεφάντινος
-
15 χρῡσ-ελεφάντινος
χρῡσ-ελεφάντινος, von Gold und Elfenbein gemacht, damit ausgelegt, Schol. Ar. Pax 604; so waren die colossalen Götterstatuen des Phidias gemacht.
-
16 λευκ-ελεφάντινος
λευκ-ελεφάντινος, weiß wie Elfenbein, Hesych.
-
17 ελεφαντινεος
-
18 elephantinus
ĕlĕphantīnus, a, um [st2]1 [-] d'éléphant. [st2]2 [-] d'ivoire. - [gr]gr. ἐλεϕάντινος.* * *ĕlĕphantīnus, a, um [st2]1 [-] d'éléphant. [st2]2 [-] d'ivoire. - [gr]gr. ἐλεϕάντινος.* * *Elephantinus, pen. prod. Adiectiuum: vt Pellis elephantina. D'elephant. -
19 слоновый
слоновый ελεφάντινος; \слоновыйая кость το ελεφαντόδοντο, το φίλντισι* * *слоно́вая кость — το ελεφαντόδοντο, το φίλντισι
-
20 'λεφαντίνων
ἐλεφαντίνων, ἐλεφάντινοςof ivory: fem gen plἐλεφαντίνων, ἐλεφάντινοςof ivory: masc /neut gen pl
См. также в других словарях:
ἐλεφάντινος — of ivory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεφάντινος — η, ο (AM ἐλεφάντινος, η, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελέφαντα 2. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο 3. άσπρος σαν ελεφαντόδοντο 4. το ουδ. ως ουσ. το ελεφάντινον η ουσία τού ελεφαντοστού … Dictionary of Greek
ελεφάντινος — η, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφαντα, που είναι του ελέφαντα. 2. ελεφαντένιος (βλ. λ.,1). 3. ο λευκός σαν το ελεφαντοκόκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεφαντίνων — ἐλεφάντινος of ivory fem gen pl ἐλεφάντινος of ivory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφάντινον — ἐλεφάντινος of ivory masc acc sg ἐλεφάντινος of ivory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντινέων — ἐλεφάντινος of ivory masc/fem gen pl (epic ionic) ἐλεφαντίνεος of elephants fem gen pl ἐλεφαντίνεος of elephants masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίναις — ἐλεφάντινος of ivory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνη — ἐλεφάντινος of ivory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνην — ἐλεφάντινος of ivory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνης — ἐλεφάντινος of ivory fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνοις — ἐλεφάντινος of ivory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)