Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐλευθεριότητα

См. также в других словарях:

  • ελευθεριότητα — η 1. γενναιοδωρία, γαλαντομία, χουβαρνταλίκι. 2. παράβαση των κανόνων της καλής συμπεριφοράς ή της χρηστότητας: Μιλάει με πολλή ελευθεριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελευθεριότητα — η (ΑΜ ἐλευθεριότης) νεοελλ. 1. η παράβλεψη ορισμένων κανόνων και συμβάσεων 2. η αδιαφορία για ηθικούς κανόνες και για τα χρηστά ήθη αρχ. η τήρηση τού μέτρου στη ζωή όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και η αποφυγή και τής ασωτείας και τής… …   Dictionary of Greek

  • ἐλευθεριότητα — ἐλευθεριότης the character of an fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • αμφιτρύωνας — ( ων, ωνος), ο αυτός που παραθέτει σε φίλους πλούσιο γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ όνομα Ἀμφιτρύων (< Ἀμφι* + τρύω*). Η λ. φαίνεται να πήρε τη σημασία της από την κωμωδία «Αμφιτρύων» τού Μολιέρου, όπου ο ομώνυμος ήρωας, άνθρωπος πλούσιος και… …   Dictionary of Greek

  • εκλελυμένως — ἐκλελυμένως (Α) επίρρ. 1. χαλαρά 2. με ελευθεριότητα, ακόλαστα …   Dictionary of Greek

  • ελευθέριος — Όνομα αγίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυς (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 15 ετών και… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • μεταδοτικός — ή, ό (ΑM μεταδοτικός, ή, όν) [μεταδίδω] νεοελλ. 1. (κυρίως για διδάσκοντα) αυτός που έχει την ικανότητα να μεταδίδει κάτι, ιδίως τις γνώσεις του, με τρόπο σαφή και μεθοδικό 2. (για νόσημα) αυτός που μεταδίδεται εύκολα από άρρωστο άτομο σε υγιές,… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»