Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐλευθεριάζει

См. также в других словарях:

  • ἐλευθεριάζει — ἐλευθεριάζω speak pres ind mp 2nd sg ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • ελευθέριος — α, ο 1. (για επαγγέλματα), που δεν εξαρτιέται από ορισμένο ωράριο ή μισθό: Οι γιατροί έχουν ελευθέριο επάγγελμα. 2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς. 3. ακόλαστος, που ελευθεριάζει (βλ. λ., 2): Γυναίκα ελευθερίων ηθών. 4. ως κύρ. όν.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»