Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐλευθερικόν

См. также в других словарях:

  • ἐλευθερικόν — ἐλευθερικός free masc acc sg ἐλευθερικός free neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθερικός — ἐλευθερικός, ή, όν (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. το ελευθερικόν (ενν. χωριό) χωριό που κατοικούσαν στα βυζαντινά χρόνια ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ελεύθερους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»