-
1 ελευθερεύσας
-
2 ἐλευθερεύσας
См. также в других словарях:
ἐλευθερεύσας — ἐλευθερεύσᾱς , ἐλευθερόω set free pres part act fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ελευθερεύσας
2 ἐλευθερεύσας
ἐλευθερεύσας — ἐλευθερεύσᾱς , ἐλευθερόω set free pres part act fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)