-
1 Ελευθέριος
-
2 Ἐλευθέριος
-
3 ελευθέριος
-
4 ἐλευθέριος
-
5 ἐλευθέριος
ἐλευθέριος epith. of Zeus,1 the delivererπαῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου O. 12.1
-
6 ἐλευθέριος
ἐλευθέριος, (α), ον (since Theognis 538; Democr. 282 Diels; Pla.; EpArist 246; Philo, Joseph.) appropriate for a free pers. ἐπιθήσει σοι ἐ. στέφανον. he (Christ) will place on you a freedom wreath (cp. Simonides 94a, 2; b, 2 Diehl2 στέφανος ἐλευθερίας) AcPl Ha 2, 31.—DELG s.v. ἐλεύθερος. -
7 ἐλευθέριος
A speaking or acting like a freeman, free-spirited,ἐ. καὶ δημωφελής Democr.282
, etc.; ἀνδρεῖοι καὶ ἐ. Pl.Lg. 635d; opp. δουλοπρεπής, X.Mem.2.8.4 ([comp] Comp.); of certain animals, as the lion,ἐ. καὶ ἀνδρεῖα καὶ εὐγενῆ Arist.HA 488b16
.b esp.freely giving, bountiful,ἐ. εἰς χρήματα X. Smp.4.15
([comp] Comp.), cf. Arist.EN 1120a8, etc.2 of pursuits, etc., fit for a freeman, liberal, πτηνῶν θήρας.. ἔρως οὐ σφόδρα ἐ. Pl.Lg. 823e, cf.Grg. 485b; ([comp] Sup.);τέχναι Plu.2.122d
; βίος Men 408(dub.); ; παιδεία ib. 1338a32; πρᾶξις, ἔργα, ib. 1263b12, Oec. 1344a28; ἡδοναὶ -ώταται, κινήσεις -ώτεραι, Id.EN 1118b4, Pol. 1340b10; τὸ ἐ.,= ἐλευθεριότης, X.Mem.3.10.5 : prov., ὕδωρ πίοιμι ἐ., i.e. may I become free, because slaves set free at Argos were then first allowed to drink of the spring Κυνάδρα, Antiph. 25.3 of appearance, frank, noble, εὐπρεπής τε ἰδεῖν καὶ ἐ. X.Mem. 2.1.22, cf. Lac.11.3 ([comp] Comp.);ἵππος Id.Eq.10.17
.II Adv.-ίως, ζῆν Arist.Pol. 1326b31
;τεθραμμένους Isoc.4.49
, 7.43 (prob.): [comp] Comp.-ιώτερον, ζῆν X.Mem.1.6.3
: [comp] Sup. - ιώτατα ib.4.8.1.III Ζεὺς Ἐ. Zeus the Deliverer, Pi.O.12.1, Simon.140.4, Hdt.3.142, etc.IV Ἐ., ὁ (sc. μήν),= Ἐλευθεριών, SIG1044.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλευθέριος
-
8 Ελευθεριώτερον
Ἐλευθέριοςadverbial compἘλευθέριοςmasc acc comp sgἘλευθέριοςneut nom /voc /acc comp sg -
9 Ἐλευθεριώτερον
Ἐλευθέριοςadverbial compἘλευθέριοςmasc acc comp sgἘλευθέριοςneut nom /voc /acc comp sg -
10 Ελευθερία
Ἐλευθερίᾱ, Ἐλευθέριοςfem nom /voc /acc dualἘλευθερίᾱ, Ἐλευθέριοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἐλευθερίᾱͅ, Ἐλευθέριοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
11 Ελευθέρι'
Ἐλευθέρια, Ἐλευθέριοςneut nom /voc /acc plἘλευθέριε, Ἐλευθέριοςmasc voc sgἘλευθέριαι, Ἐλευθέριοςfem nom /voc pl -
12 Ἐλευθέρι'
Ἐλευθέρια, Ἐλευθέριοςneut nom /voc /acc plἘλευθέριε, Ἐλευθέριοςmasc voc sgἘλευθέριαι, Ἐλευθέριοςfem nom /voc pl -
13 ελευθεριώτερον
ἐλευθέριοςspeaking: masc acc comp sgἐλευθέριοςspeaking: neut nom /voc /acc comp sgἐλευθέριοςspeaking: adverbial -
14 ἐλευθεριώτερον
ἐλευθέριοςspeaking: masc acc comp sgἐλευθέριοςspeaking: neut nom /voc /acc comp sgἐλευθέριοςspeaking: adverbial -
15 Ελευθεριωτάτων
-
16 Ἐλευθεριωτάτων
-
17 Ελευθεριωτέρα
Ἐλευθεριωτέρᾱ, Ἐλευθέριοςfem nom /voc /acc comp dualἘλευθεριωτέρᾱ, Ἐλευθέριοςfem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
18 Ἐλευθεριωτέρα
Ἐλευθεριωτέρᾱ, Ἐλευθέριοςfem nom /voc /acc comp dualἘλευθεριωτέρᾱ, Ἐλευθέριοςfem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
19 Ελευθεριωτέραις
-
20 Ἐλευθεριωτέραις
См. также в других словарях:
Ἐλευθέριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθέριος — speaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθέριος — Όνομα αγίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυς (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 15 ετών και… … Dictionary of Greek
ελευθέριος — α, ο 1. (για επαγγέλματα), που δεν εξαρτιέται από ορισμένο ωράριο ή μισθό: Οι γιατροί έχουν ελευθέριο επάγγελμα. 2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς. 3. ακόλαστος, που ελευθεριάζει (βλ. λ., 2): Γυναίκα ελευθερίων ηθών. 4. ως κύρ. όν.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελευθέριος Βενιζέλος, Διεθνές Αεροδρόμιο — Διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 28 Μαρτίου 2001, αντικαθιστώντας το αεροδρόμιο Ελληνικού. Βρίσκεται στην περιοχή των Σπάτων, 25 χλμ. ΒΔ του παλαιού αεροδρομίου και περίπου 17 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας.… … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek
Άγιος Ελευθέριος — Ορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 1.000 μ.) της Κεφαλονιάς. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ομαλών του νομού Κεφαλληνίας … Dictionary of Greek
Κασιάνης, Ελευθέριος — (Τραπεζούντα 1918 –). Συγγραφέας. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έργα του είναι: Τούρκοι πέρασαν, Χαλασμός! (1955), Η Καλλιθέα, σελίδες από την ιστορία της… … Dictionary of Greek
Κοτσαρίδας, Ελευθέριος — (Άρτα 1904 – Αθήνα 1966). Δημοσιογράφος. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στη Γαλλία. Πρωτοεμφανίστηκε στο δημοσιογραφικό επάγγελμα το 1923 στην εφημερίδα Εστία και εργάστηκε αρχικά ως συντάκτης… … Dictionary of Greek
Παγκάκης, Ελευθέριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κέα, γι» αυτό και αναφέρεται επίσης με το όνομα Τζιώτης. Πήρε μέρος στον Αγώνα μαζί με τον αδελφό του Δημήτριο, ως υπασπιστής του στρατηγού Νικ. Κριεζώτη, και διακρίθηκε σε διάφορες μάχες στην Εύβοια καθώς… … Dictionary of Greek
Ἐλευθεριώτερον — Ἐλευθέριος adverbial comp Ἐλευθέριος masc acc comp sg Ἐλευθέριος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)