-
1 ελελελεύ
-
2 ἐλελελεῦ
-
3 ελελευ
Arph. ἐλελελεῦ interj.1) ( боевой клич) ура!(ἐ., χώρει Arph.)
2) ( возглас скорби) о горе!, увы! Aesch.3) ( возглас ликования)(ἐπιφωνεῖν ταῖς σπονδαῖς ἐ. Plut.)
-
4 ἐλελεῦ
ἐλελεῦ, doubled ἐλελεῦ ἐλελεῦ, -
5 ἐλελεῦ
Grammatical information: interjectionDerivatives: ἐλελίζω, aor. ελελίξαι `raise a cry of pain or of war (ἐλελεῦ)' (Ar., E.); also ἐλελύσδω (Sapph. 44, 31 LP; v. l. ὀλολύσδω).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations].Etymology: Primary interjection, cf. ἀλαλά, - άζω and ὀλολύζω; s. Schwyzer 716, Schwyzer-Debrunner 600f.Page in Frisk: 1,488Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐλελεῦ
См. также в других словарях:
ἐλελελεῦ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελελεύ — ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α) επιφών. 1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. κραυγή πόνου 3. αλαλαγμός χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ.… … Dictionary of Greek