-
1 ελεητυς
См. также в других словарях:
ελεητύς — ἐλεητύς, η (Α) έλεος, ευσπλαγχνία … Dictionary of Greek
ἐλεητύς — ἐλεητύ̱ς , ἐλεητύς pity fem acc pl ἐλεητύς pity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητύν — ἐλεητύς pity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητύος — ἐλεητύς pity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… … Dictionary of Greek