-
1 ἐλεητικός
ἐλεητικός, dasselbe, zum Mitleid geneigt; Arist. de virt. et vit. 4 u. öfter.
-
2 ἐλεητικός
ἐλεητικός, mitleidig, zum Mitleid geneigt
См. также в других словарях:
ἐλεητικός — merciful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεητικός — ή, ό (Α ἐλεητικός, ή, όν) συμπονετικός, φιλεύσπλαγχνος … Dictionary of Greek
ελεητικός — ή, ό που συμπονεί, ο ευσπλαχνικός: Χάνουμε την ελεητική, την ανοιχτόκαρδη (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεητικόν — ἐλεητικός merciful masc acc sg ἐλεητικός merciful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητικοί — ἐλεητικός merciful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητικοῦ — ἐλεητικός merciful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητικούς — ἐλεητικός merciful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητικῶς — ἐλεητικός merciful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)