-
1 ελεεινολογίαν
-
2 ἐλεεινολογίαν
См. также в других словарях:
ἐλεεινολογίαν — ἐλεεινολογίᾱν , ἐλεεινολογία piteous appeal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ελεεινολογίαν
2 ἐλεεινολογίαν
ἐλεεινολογίαν — ἐλεεινολογίᾱν , ἐλεεινολογία piteous appeal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)