-
1 Ελαίδα
-
2 Ἐλαίδα
-
3 ελαίδα
-
4 ἐλαίδα
См. также в других словарях:
Ἐλαίδα — Ἐλαίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίδα — ἐλᾱΐδα , ἐλαίς olive tree fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαΐς — και ελαΐδα (Α ἐλαΐς) νεοελλ. βοτ. γένος φοινίκων τών τροπικών περιοχών από τον καρπό τών οποίων παράγεται το φοινικέλαιο αρχ. 1. ελαιόδενδρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «αἰγίλωψ»* … Dictionary of Greek