Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐλαφό-κρᾱνος

См. также в других словарях:

  • μακρόκρανοι — μακρόκρανοι, οἱ (Α) οι μακροκέφαλοι, αυτοί που έχουν μακρύ κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + *κρᾶνον (πρβλ. δορύ κρανος, ελαφό κρανος)] …   Dictionary of Greek

  • ταυρόκρανος — ον, ΜΑ αυτός που έχει κεφάλι ταύρου, ταυροκέφαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κρανος (< *κρᾶνον βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ἐλαφό κρανος] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»