-
1 ἐλαιωνία
ἐλαι-ωνία, ἡ,A purchase of oil for the state, Dig. 27.1.6.8, Cod.Just.10.(56) 55.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιωνία
-
2 ἐλαιεμπορία
ἐλαιεμπορία, ἡ,A = ἐλαιωνία, prob. in Dig.50.4.18.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιεμπορία
-
3 ἐλαιώνιον
ἐλαι-ώνιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιώνιον
См. также в других словарях:
ελαιωνία — ἐλαιωνία, η (Μ) η προμήθεια λαδιού για το κράτος … Dictionary of Greek