-
1 ελαιοχριστίαν
-
2 ἐλαιοχριστίαν
См. также в других словарях:
ἐλαιοχριστίαν — ἐλαιοχριστίᾱν , ἐλαιοχριστία supply of oil fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ελαιοχριστίαν
2 ἐλαιοχριστίαν
ἐλαιοχριστίαν — ἐλαιοχριστίᾱν , ἐλαιοχριστία supply of oil fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)