-
1 ελαιουργειον
τό пресс для выжимки оливкового масла(Arst. - v. l. ἐλαιούργιον; Diog.L.)
-
2 ελαιουργείον
το завод по производству оливкового масла
См. также в других словарях:
TRAPETUM — apud Papinium, l. 2. Sylv. 7. v. 29. Quae Tritonide fertiles Athenas Unctis, Baetica, provocas trapetis: Sidonio trapes, Panegyr. oleique liquores Isse per attonitas bacca pendente trapetas: in Gloss. ἐλαιῶν μύλσος, ἐλαιουργεῖον; mola olearia… … Hofmann J. Lexicon universale
ελαιουργείο — το (Μ ἐλαιουργεῑον) 1. εργοστάσιο βιομηχανικής επεξεργασίας ελαιούχων πρώτων υλών και παρασκευής λαδιού ανάλογα με το είδος τής πρώτης ύλης ονομάζεται πυρηνελαιουργείο, σπορελαιουργείο κ.λπ. 2. ελαιοτριβείο … Dictionary of Greek
συγχυτρώ — όω, Α (κυρίως το παθ.) συγχυτροῡμαι, όομαι καταστρέφομαι, καταρρέω («τὸ ἐλαιουργεῑον συνεχυτρώθη», πάπ.) … Dictionary of Greek