-
1 ελαιοκονία
ἐλαιοκονίᾱ, ἐλαιοκονίαplaster made from lime and oil: fem nom /voc /acc dualἐλαιοκονίᾱ, ἐλαιοκονίαplaster made from lime and oil: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐλαιοκονίᾱͅ, ἐλαιοκονίαplaster made from lime and oil: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἐλαιοκονία
Βλ. λ. ελαιοκονία -
3 ἐλαιοκονίᾳ
Βλ. λ. ελαιοκονία -
4 ἐλαιοκονία
ἐλαιο-κονία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιοκονία
См. также в других словарях:
ἐλαιοκονία — ἐλαιοκονίᾱ , ἐλαιοκονία plaster made from lime and oil fem nom/voc/acc dual ἐλαιοκονίᾱ , ἐλαιοκονία plaster made from lime and oil fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοκονίᾳ — ἐλαιοκονίᾱͅ , ἐλαιοκονία plaster made from lime and oil fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαιοκονία — ἐλαιοκονία, η και ἐλαιοκόνιον, το (Μ) είδος κονιάματος που τα συστατικά στοιχεία του ήταν ο ασβέστης και το λάδι και χρησίμευε στη συγκόλληση σωλήνων … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek