-
1 ελέωτρις
-
2 ἐλέωτρις
-
3 ἐλέωτρις
-
4 ἐλέωτρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλέωτρις
-
5 ἐλέωτρις
ἐλέωτρις, ιδος, ἡ, ein Nilfisch
См. также в других словарях:
ἐλέωτρις — fish of the Nile fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)