Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐλέγχε

См. также в других словарях:

  • ἐλέγχε' — ἐλέγχεα , ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐλέγχει , ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλέγχεϊ , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg (epic ionic) ἐλέγχει , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg ἐλέγχεε , ἔλεγχος 1… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλεγχε — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc voc sg ἐλέγχω disgrace pres imperat act 2nd sg ἐλέγχω disgrace imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλεγχ' — ἔλεγχε , ἔλεγχος 2 argument of disproof masc voc sg ἔλεγχε , ἐλέγχω disgrace pres imperat act 2nd sg ἔλεγχε , ἐλέγχω disgrace imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Minuscule 460 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 460 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles Date 13th century Script …   Wikipedia

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • обличати — ОБЛИЧА|ТИ (186), Ю, ѤТЬ гл. 1.Раскрывать, обнаруживать, выявлять: и таино бывающюю намъ красотѹ обличѧющю. и дрѹгъ дрѹгѹ бл҃говѣстѹюще. УСт XII/XIII, 252 об.; точью ѥдинъ б҃ъ, ср(д)чна˫а свѣдыи, не || ѡблича˫а дондеже раздѣлениѥ д҃ши и тѣлѹ ГА… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обличити — ОБЛИЧ|ИТИ (213), ОУ, ИТЬ гл. 1. Раскрыть, обнаружить, выявить, сделать известным: нъ се намъ подобаѥть обличити и гл҃ати... и вамъ лѣпо ѥсть послѹшати того. ЖФП XII, 59в; б҃ѹ бо нашемѹ съвѣсть ѥго ѹтѣснивъшю... осѹждена˫а вьсѣмъ ѹбо чл҃вкомъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»