-
1 ελάττονες
-
2 ἐλάττονες
-
3 λιδρίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιδρίον
См. также в других словарях:
ἐλάττονες — ἐλάσσων smaller masc/fem nom/voc comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)