-
1 δενδρον
τό дерево, преимущ. фруктовое Her., Thuc., Xen. etc.δ. ἐλάας Arph. — масличное дерево;
δένδρα ἄγρια Arst. — дикорастущие деревья -
2 εκκοπτω
1) выбивать(ὀφθαλμόν Arph., Aeschin., Arst., Dem., Plut.; τὰ ἐδάφη τῶν νεῶν Plut.)
2) вырезывать, оперативно удалять3) отрезывать, отрубать(τέν δεξιὰν χεῖρα NT.)
4) вырубать, срубать(δένδρεα Her.; ἐλάας Thuc., Lys.; παράδεισον Xen.)
5) выламывать, взламывать(θύρας Lys.; πύλας Diod.)
6) разрушать, разорять(οἰκίας Polyb.; νήσους καὴ πόλεις Plut.)
7) ломать, разбирать(τὰ σκηνώματα Xen.)
8) отбивать, отражать(τὰς ἀκροβολίσεις Xen.)
9) сбрасывать, прогонять(τοὺς ἐπὴ τῷ λόφῳ, sc. πολεμίους Xen.)
10) истреблять, умерщвлять, убивать(ἄνδρας Her.; λῃστάς Dem.)
11) уничтожать, искоренять, подавлять(τέν αἰσθητικέν ἐνέργειαν Arst.; τὸ φίλαυτον ἑαυτῶν καὴ τέν οἴησιν Plut.)
ἥ θρασύτης μου ἐξεκέκοπτο Plat. — смелость моя пропала;ἐκκέκομμαι τέν φωνήν Luc. — у меня пропал голос12) соскабливать, стирать(τὸ ἐπὴ τῆς στήλης ὄνομα Arst.)
13) выбивать, чеканить(νόμισμα Diod.)
14) прогонять, нарушать(τὸν ὕπνον μερίμναις Plut.)
-
3 κατασκιος
21) осененный(κλάδοις ἐλάας Aesch.)
κατάσκιον γενέσθαι τινί Soph. — покрыться тенью чего-л.;κράνα αἰγείροιο κ. Anth. — источник, осененный тополем2) покрытыйλάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes. — кожа, защищенная шерстью
3) осеняющий, раскидистый, пышный(λόφοι Aesch.)
4) тенистый(ἔρνεα κισσοῦ Eur.)
-
4 παρατρωγω
-
5 υψιγεννητος
См. также в других словарях:
ἐλάας — ἐλάᾱς , ἐλαία olive tree fem acc pl (attic) ἐλάᾱς , ἐλαία olive tree fem gen sg (attic doric aeolic) ἐλαύνω drive pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάαις — ἐλαία olive tree fem dat pl (attic) ἐλάᾳς , ἐλαύνω drive fut ind act 2nd sg (attic epic) ἐλάᾳς , ἐλαύνω drive pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρώγω — ΝΜΑ, παρατρώω Ν νεοελλ. τρώγω υπερβολικά, ντερλικώνω (μσν αρχ.) (κυριολ. και μτφ.) δαγκώνω, τσιμπώ κρυφά στο πλάι, στην άκρη, κόβω με τα δόντια κάτι (α. «τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν;», Αριστοφ. β. «δικαστηρίων παρατρώγειν», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek
ραβδίζω — ῥαβδίζω ΝΜΑ [ῥάβδος] 1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ 2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.) 3. (σχετικά με σιτηρά)… … Dictionary of Greek
στράβηλος — ό, ἡ, Α 1. κοχλίας («στράβηλοι κοχλίαι», Ησύχ.) 2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα ηλος (πρβλ. τράχ ηλος)] … Dictionary of Greek
ταινίδιον — τὸ, Α [ταινία] υποκορ. 1. μικρή και στενή λωρίδα υφάσματος 2. δερμάτινο λουρί 3. μικρή κοσμηματοθήκη («δακτύλιος χρυσοῡς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», επιγρ. Δήλου) 4. λεπτό κόσμημα («στέφανον ἐλάας μετὰ ταινιδίου φοινικιοῡ», επιγρ.) … Dictionary of Greek