-
1 προ-φυάς
προ-φυάς, άδος, ἡ, das Hervorwachsende (?).
-
2 παρα-φυάς
παρα-φυάς, άδος, ἡ, Nebenschößling, stolo; Arist. eth. Nic. 1, 6, 2; τὰ ἀπὸ τῆς ῥίζης βλαστάνοντα, plant. 1, 4; von den Adern, Hippocr.; von andern Ausschüssen oder Nachwüchsen, Arist. H. A. 4, 2 part. anim. 3, 10; übertr. bei Sp. [Nic. bei Ath. II, 71 d braucht in παραφυάδας des Verses wegen υ lang.]
-
3 συμ-φυάς
-
4 δια-φυάς
δια-φυάς, άδος, ἡ, = διαφυή, D. Sic. 1, 47, u. als v. 1. 5, 22.
-
5 ἀπο-φυάς
-
6 ἐκ-φυάς
ἐκ-φυάς, άδος, ἡ, der Auswuchs, das Anhängsel, Arist. part. anim. 3, 14.
-
7 ἀποφυάς
ἀπο-φυάς, Ausschuß, Nebenschoß -
8 ἐκφυάς
ἐκ-φυάς, άδος, ἡ, der Auswuchs, das Anhängsel -
9 παραφυάς
παρα-φυάς, άδος, ἡ, Nebenschößling, stolo; von den Adern, von anderen Ausschüssen oder Nachwüchsen -
10 προφυάς
προ-φυάς, άδος, ἡ, das Hervorwachsende -
11 συμφυάς
συμ-φυάς, άδος, ἡ, Verbindung durch natürliches Zusammenwachsen
См. также в других словарях:
φυάς — άδος, ἡ, ΜΑ παραφυάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύω + κατάλ. άς, άδος κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε φυάς (πρβλ. παρα φυάς)] … Dictionary of Greek
φυᾶς — φυή growth fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυάς — φυά̱ς , φυή growth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφυάς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόφυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φυάς (< φύω, φύομαι), πρβλ. ἐκ φυάς] … Dictionary of Greek
APUA — I. APUA oppid. Liquriae, in THusciae confinio amplum, ad Macram fluv. cuius incolae Apuani Livio. Hodie Pontremoli, teste Iustinianô dicitur. Vide Cluver. Ital. Ant. l. 1. c. 10. Subest magno Duci Hetruriae, qui id redemit ab Hispanis, paucis ab… … Hofmann J. Lexicon universale
παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek