-
121 ακνισος
-
122 αλειαντος
-
123 αλλοτριος
31) чужой(οἶκος Hom.; γυνή Aesch.)
ἀλλοτρίων χαρίσασθαι Hom. — быть благотворителем на чужой счет;γναθμοῖσι γελᾶν ἀλλοτρίοισι Hom. — смеяться (как бы) чужими челюстями, т.е. натянутым смехом;τοῖς σώμασι ἀλλοτριωτάτοις ὑπὲρ τῆς πόλεως χρῆσθαι Thuc. — совершенно не щадить своих жизней (в борьбе) за свой город2) посторонний, чужестранный, иноземный(γαῖα Hom.)
3) чуждый, неподходящий, неподобающий, тж. несоответствующий(τινος Lys., Dem.)
ἀλλοτρία τροφή Plat. — неподходящее воспитание4) вражеский, враждебный(φώς Hom.)
5) причиняемый другими(ἄτη Soph.)
-
124 αναγκαιος
I3 и 21) повелительный, властный(μῦθος Hom.)
χρειοῖ ἀναγκαίῃ Hom. — в силу настоятельной необходимости;πειθὼ ἀναγκαία Plat. — неотразимый (убедительиый) довод2) неизбежный, неотвратимый, неминуемый(λόγοι ἀτερπεῖς, ἀλλ΄ ἀναγκαῖοι Eur.; τύχη Soph., Eur.; θάνατος Xen.)
3) необходимый, нужный(τροφή, μαθήματα Plat.)
αἱ οὐκ ἀναγκαῖαι πόσεις Xen. — излишние напитки;τέν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην τρέπεσθαι Plat. — пойти по пути, которого никак не миновать;τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος Thuc. — совершенно необходимая, т.е. минимально достаточная (для обороны) высота;ἥ πὀλις ἀναγκαιοτάτη Plat. — минимальный по своим размерам город4) вынужденный(ἀναγκαίῳ τινὴ τρύπῳ Plut.)
5) подневольный, рабский(πολεμισταί Hom.)
ἦμαρ ἀναγκαῖον Hom. — день порабощения6) родственный, родной(μήτηρ Plat.; συγγενεῖς καὴ ἀναγκαῖοι Dem.)
IIὅ преимущ. pl. родственник Xen., Dem. -
125 αναδεω
поэт. тж. ἀνδέω1) тж. med. повязывать(τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι Her.)
2) обвивать, украшать(κόμας δάφνᾳ Pind.; χρυσῷ στεφάνῳ Thuc.: λόγχην ταινίαις καὴ στεφανώμασι Plut.)
3) вплетать(ἄνθος ἐπὴ κροτάφοις Anth.)
4) увенчивать(τοὺς νικῶντας Arph.)
; перен. награждать(τροφῇ τε καὴ τοῖς ἄλλοις Plat.)
5) короновать(τινα Plut.)
6) med. подвязывать, завязывать себе(κρώβυλον τῶν τριχῶν Thuc.)
7) привязывать(τι πρός τι Plut.)
τὰς νεὰς ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — они взяли на буксир и потащили суда;ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος Plut. — ставить что-л. в связь с чем-л.8) перен. связывать (родством), соединятьἀναδῆσαι ἑαυτὸν ἔς τινα Her. — вести свою родословную от кого-л.
-
126 ανατροφη
-
127 ανεπιπληκτος
-
128 ανυμφος
21) лишившийся супругов, опустевший, осиротевший(μέλαθρα Eur.)
2) безбрачный, одинокий(τροφή Soph.)
νύμφη ἄ. Eur. — несчастная (мнимая) невеста
См. также в других словарях:
τροφή — τροφή, η και θροφή, η με ό, τι τρέφεται κανείς, τρόφιμο, φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφή — nourishment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… … Dictionary of Greek
τροφῇ — τρέφω thicken pres subj mp 2nd sg (epic) τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic) τρέφω thicken pres subj act 3rd sg (epic) τροφέω serve as a wet nurse pres subj mp 2nd sg τροφέω serve as a wet nurse pres ind mp 2nd sg τροφέω serve as a wet nurse… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῆ — τροφεύς one who brings up masc nom/voc/acc dual τροφεύς one who brings up masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῆι — τροφῇ , τρέφω thicken pres subj mp 2nd sg (epic) τροφῇ , τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic) τροφῇ , τρέφω thicken pres subj act 3rd sg (epic) τροφῇ , τροφέω serve as a wet nurse pres subj mp 2nd sg τροφῇ , τροφέω serve as a wet nurse pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρί — Τροφή η οποία προέρχεται από το γάλα, μετά από μια διαδικασία ωρίμανσης, που συντελείται με τη χρησιμοποίηση διαφόρων μικροβίων, κυρίως βακτηρίων, που προκαλούν τις διάφορες ζυμώσεις. Υπάρχουν, γενικά δύο είδη τ.: τα μαλακά και τα σκληρά. Η… … Dictionary of Greek
τροφαῖς — τροφή nourishment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαῖσι — τροφή nourishment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαῖσιν — τροφή nourishment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαί — τροφή nourishment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)