-
1 μαργόω
-
2 μαργόω
-
3 ἐκ-μαργόω
ἐκ-μαργόω, vor Leidenschaft ganz toll machen; ἐξεμαργώϑης φρένας Eur. Tr. 992.
-
4 ἐκμαργόω
1 μαργόω
2 μαργόω
3 ἐκ-μαργόω
ἐκ-μαργόω, vor Leidenschaft ganz toll machen; ἐξεμαργώϑης φρένας Eur. Tr. 992.
4 ἐκμαργόω