-
1 κλίτος
-
2 κλίτος
κλίτος, τό, die Abschüssigkeit -
3 δύς-κλιτος
δύς-κλιτος, schwer zu decliniren, E. M.
-
4 δευτερό-κλιτος
δευτερό-κλιτος, von der 2. Deklination, Gramm.
-
5 μονό-κλιτος
μονό-κλιτος, mit einer Beugung, Deklination, Hdn. Epim. 191.
-
6 ἀ-πρός-κλιτος
ἀ-πρός-κλιτος, dasselbe, Suid.
-
7 ἀπό-κλιτος
ἀπό-κλιτος, abwärts geneigt, ὴμέρα, der sich neigende Tag, Plut. qu. Rom. 38.
-
8 ἀ-παρ-έγ-κλιτος
ἀ-παρ-έγ-κλιτος, unbiegsam, unveränderlich, Suid.; Nicom. arithm. 1, 23.
-
9 ἀν-έγ-κλιτος
ἀν-έγ-κλιτος, nicht nachgebend, Plut. Per. 15, v. l für vor.
-
10 ἀν-έκ-κλιτος
ἀν-έκ-κλιτος, unausweichbar, Schol. Il. 2, 797.
-
11 ὁμό-κλιτος
ὁμό-κλιτος, zusammen gelagert, zusammen wohnend, Opp. Hal. 4, 352, v. l. ὁμόκτιτος.
-
12 ἄ-κλιτος
ἄ-κλιτος, 1) unbeweglich, unerbittlich, v. l. Theocr. 27, 16, für ἄλλυτον λίνον. – 2) indeclinabel, Gramm.
-
13 ἑτερό-κλιτος
ἑτερό-κλιτος, von verschiedener Deklination oder Conjugation, wenn die anderen Casus oder Tempora einen andern Nominativ oder ein anderes Präsens voraussetzen lassen, γυνή, γυναικός, φέρω, οἴσω, Gramm., auch im adv.
-
14 ἔκ-κλιτος
-
15 κλειτός
κλειτός, eigtl. adj. verb. zu κλείω, berühmt, ruhmvoll; ἐπίκουροι Il. 6, 227 u. öfter; βασιλῆες Od. 6, 54; auch von Sachen, ἑκατόμβη, ruhmwürdig, herrlich, Il. 1, 447, wie Pind. P. 10, 33; auch von einer Stadt, Panopeus, Il. 17, 307; Jolkos, Pind. P. 4, 137, öfter. – Vgl. κλυτός. – Auch schlechte Schreibung für κλιτός.
-
16 ἄκλιτος
-
17 ἀνέγκλιτος
-
18 ἀνέκκλιτος
-
19 ἀπαρέγκλιτος
ἀ-παρ-έγ-κλιτος, unbiegsam, unveränderlich -
20 ἀπόκλιτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλίτος — cliff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… … Dictionary of Greek
κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… … Dictionary of Greek
κλίτος — το ους 1. κατωφέρεια, κατηφοριά. 2. καθεμιά από τις τρεις ή πέντε κατά μήκος διαιρέσεις των χριστιανικών ναών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιτός — ή, ό αυτός που κλίνεται: Πόσα είναι τα κλιτά μέρη του λόγου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλίτει — κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (attic epic) κλίτεϊ , κλίτος cliff neut dat sg (epic ionic) κλίτος cliff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτη — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτῶν — κλίτος cliff neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεα — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσι — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσιν — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)