-
1 δεσμευω
1) вязать, связывать(τινά HH., Eur.; λαμπάδας Polyb.)
2) связывать в снопы Hes.3) спутывать4) досл. взнуздывать, перен. обуздывать(παῖδας χαλινοῖς τισι Plat.; τὰς ὁρμάς τινος Plut.)
5) привязывать(τὰς κύνας Arst.)
-
2 δεσμεύω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεσμεύω
-
3 δεσμεύω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεσμεύω
-
4 δεσμεύω
μετ. обязывать; связывать (обещанием, клятвой и т. п.);δεσμεύομαι — быть связанным (обещанием, клятвой)
-
5 δεσμεύω
вязать, связывать, привязывать; LXX: (אסר).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεσμεύω
-
6 αναδεσμευω
-
7 εκδεσμευω
-
8 ενδεσμευω
-
9 επιδεσμευω
-
10 προσδεσμευω
-
11 συνδεσμευω
-
12 δεσμώ
(ε) μετ. уст. см. δεσμεύω;§ είναι το δεσμείν και λύειν — быть всесильным, всемогущим
-
13 1195
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1195
См. также в других словарях:
δεσμεύω — fetter pres subj act 1st sg δεσμεύω fetter pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμεύω — δεσμεύω, δέσμευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δεσμεύω — (AM δεσμεύω) [δεσμός] 1. δένω 2. φυλακίζω 3. συγκρατώ, περιορίζω νεοελλ. 1. επιβάλλω σε κάποιον δέσμευση νομική ή ηθική με έγγραφο, υπόσχεση, όρκο κ.λπ. 2. «δεσμεύονται οι καταθέσεις» απαγορεύεται μετά από κρατική απόφαση η ανάληψη καταθέσεων με… … Dictionary of Greek
δεσμεύω — δέσμευσα, δεσμεύτηκα, δεσμευμένος, επιβάλλω σε κάποιον νομικό ή ηθικό περιορισμό: Έχω δεσμευτεί να την παντρευτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμεύετε — δεσμεύω fetter pres imperat act 2nd pl δεσμεύω fetter pres ind act 2nd pl δεσμεύω fetter imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμεύσει — δεσμεύω fetter aor subj act 3rd sg (epic) δεσμεύω fetter fut ind mid 2nd sg δεσμεύω fetter fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμεύσω — δεσμεύω fetter aor subj act 1st sg δεσμεύω fetter fut ind act 1st sg δεσμεύω fetter aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμοί — δεσμεύω fetter pres subj mp 2nd sg δεσμεύω fetter pres ind mp 2nd sg δεσμεύω fetter pres subj act 3rd sg δεσμός band masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώσω — δεσμεύω fetter aor subj act 1st sg δεσμεύω fetter fut ind act 1st sg δεσμεύω fetter aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδέσμευσαι — δεσμεύω fetter perf ind mp 2nd sg δεσμεύω fetter perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμευθέντα — δεσμεύω fetter aor part pass neut nom/voc/acc pl δεσμεύω fetter aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)