-
1 ἐκ-βύρσωμα
ἐκ-βύρσωμα, τό, das Hervorragen der Knochen aus der Haut, Medic.
-
2 ἐκβύρσωμα
ἐκ-βύρσωμα, τό, u. ἐκ-βύρσωσις, ἡ, das Hervorragen der Knochen aus der Haut
См. также в других словарях:
βύρσωμα — το [βύρσα] επένδυση, επικάλυψη με δέρμα … Dictionary of Greek
βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… … Dictionary of Greek