Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκ+ποταμοῦ

  • 81 χείμαρροσ

    χείμαρροσ/χειμάρρους, ου, ὁ (χεῖμα ‘winter weather’, ῥέω; since Hom. [χειμάρροος and χείμαρρος Il. 4, 452; 5, 88] predom. in the form χειμάρρους, which also prevails throughout the LXX [χείμαρρος w. certainty only Ps 123:4, but also EpArist 117; SibOr 13, 55; s. Thackeray 144; Helbing 34], as well as in Philo [Rer. Div. Her. 32] and in Joseph. [Ant. 6, 360; w. χείμαρρος 314]) a stream of water that flows abundantly in the winter (Suda defines it: ὁ ἐν τῷ χειμῶνι ῥέων ποταμός; Polyb. 4, 70, 7 and Artem. 2, 27 add ποταμός to χ.), winter torrent, ravine, wadi J 18:1 (s. Κεδρών and Jos., Ant. 8, 17 τὸν χειμάρρουν Κεδρῶνα). ἐπέβλεψα ἐπὶ τὸν χείμαρρον τοῦ ποταμοῦ I looked at the flow of the stream GJs 18:3.—B. 42. DELG s.v. χεῖμα. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > χείμαρροσ

  • 82 χειμάρρους

    χείμαρροσ/χειμάρρους, ου, ὁ (χεῖμα ‘winter weather’, ῥέω; since Hom. [χειμάρροος and χείμαρρος Il. 4, 452; 5, 88] predom. in the form χειμάρρους, which also prevails throughout the LXX [χείμαρρος w. certainty only Ps 123:4, but also EpArist 117; SibOr 13, 55; s. Thackeray 144; Helbing 34], as well as in Philo [Rer. Div. Her. 32] and in Joseph. [Ant. 6, 360; w. χείμαρρος 314]) a stream of water that flows abundantly in the winter (Suda defines it: ὁ ἐν τῷ χειμῶνι ῥέων ποταμός; Polyb. 4, 70, 7 and Artem. 2, 27 add ποταμός to χ.), winter torrent, ravine, wadi J 18:1 (s. Κεδρών and Jos., Ant. 8, 17 τὸν χειμάρρουν Κεδρῶνα). ἐπέβλεψα ἐπὶ τὸν χείμαρρον τοῦ ποταμοῦ I looked at the flow of the stream GJs 18:3.—B. 42. DELG s.v. χεῖμα. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > χειμάρρους

  • 83 ἀναβαίνω

    ἀναβαίνω fut. ἀναβήσομαι; 2 aor. ἀνέβην, impv. ἀνάβα Rv 4:1, pl. ἀνάβατε 11:12 (ἀνάβητε v.l.; s. W-S. §13, 22; Mlt-H. 209f); pf. ἀναβέβηκα (Hom.+)
    to be in motion upward, go up, ascend
    of living beings
    α. of movement in a direction without special focus on making an ascent: εἰς τὸ ὑπερῷον (cp. Jos., Vi. 146) Ac 1:13; εἰς τὸ ὄρος (Ex 19:3, 12 al.; Jos., C. Ap. 2, 25; Iren. 1, 14, 6 [Harv. I 139, 8]) Mt 5:1; 14:23; 15:29; Mk 3:13; Lk 9:28. Esp. of the road to Jerusalem, located on high ground (like עָלָה; cp. 2 Esdr 1:3; 1 Esdr 2:5; 1 Macc 13:2; Jos., Bell. 2, 40, Ant. 14, 270) Mt 20:17f; Mk 10:32f; Lk 18:31; 19:28; J 2:13; 5:1; 11:55; Ac 11:2; 21:12, 15; 24:11; 25:1, 9; Gal 2:1. εἰς τὸ ἱερόν, since the temple lies on a height (UPZ 41, 5; 42, 4 [162 B.C.] ἀ. εἰς τὸ ἱερὸν θυσιάσαι; 70, 19f [152/51 B.C.]; Is 37:1, 14 v.l.; 38:22; Jos., Ant. 12, 164f ἀναβὰς εἰς τὸ ἱερὸν … καταβὰς ἐκ τ. ἱεροῦ) Lk 18:10; J 7:14; Ac 3:1.—ἐν ναῷ GJs 7:2; ἐν τῇ ὀρινῇ 22, 3.—ἀ. εἰς τὴν ἑορτήν go up to the festival J 7:8, 10; cp. 12:20 (cp. BGU 48, 19 [III A.D.] ἐὰν ἀναβῇς τῇ ἑορτῇ; Sb 7994, 21).—W. ἐπί τι (X., Cyr. 6, 4, 9; PsSol 2:2; Jos., Bell. 6, 285; Just., A II, 12, 7) ἐπὶ τὸ δῶμα (Josh 2:8; Judg 9:51) Lk 5:19; Ac 10:9.—πρός τινα (UPZ 62, 31 [161 B.C.]) πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἰερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου Ac 15:2. W. indication of the place from which one goes up ἀπό τινος (X., Hell. 6, 5, 26; Polyb. 10, 4, 6; Dio Chrys. 79 [28], 1) ἀπὸ τοῦ ὕδατος in baptism Mt 3:16 (Just. D. 103, 6 ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ); for this ἔκ τινος (X., Hell. 5, 4, 58): ἐκ τοῦ ὕδατος Mk 1:10; Ac 8:39. διʼ ὕδατος Hs 9, 16, 2. Of the journey to Judea ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς τὴν Ἰουδαίαν Lk 2:4. Gener. ἀλλαχόθεν J 10:1. Of ships, embark, get (into) (Appian, Bell. Civ. 2, 85 §358 v.l. ἀ. ἐς τὸ σκάφος) εἰς τὸ πλοῖον (Jon 1:3 v.l.) Mt 14:32; Mk 6:51; Lk 8:22 v.l.; J 6:24 v.l.; Ac 21:6 (also ἐνέβησαν, ἐπέβησαν); AcPl Ha 5, 15.—Abs. ἀναβάς he went up again to the third story Ac 20:11; to Jerusalem (Sir 48:18; 1 Esdr 1:38; 5:1; 1 Macc 3:15; sim. ἀ. of a journey to the capital Epict. 3, 7, 13; POxy 935, 13; 1157, lines 7, 25f; BGU 1097, 3) 18:22.
    β. of any upward movement ascend, go up εἰς (τοὺς) οὐρανούς or εἰς τ. οὐρανόν (Chariton 3, 2, 5 to Zeus; Polyaenus 7, 22 to Hera; Artem. 4, 72 τὸ ἀ. εἰς οὐρανόν means the ὑπερβάλλουσα εὐδαιμονία; En 14:5; Just., D. 36, 5; 85, 2 al.; Diogenes, Ep. 33, 4 p. 142, 5 Malherbe ἀ. ἐπὶ τὸν οὐ.; Herm. Wr. 10, 25; 11, 21a; PGM 4, 546; SibOr 5, 72; cp. AscIs 2:16=PAmh 1) Ac 2:34; Ro 10:6 (Dt 30:12); J 3:13; Rv 11:12; B 15:9; for this εἰς ὕψος Eph 4:8f (Ps 67:19; Just., D. 39, 5); ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν vs. 10; paraphrased ἀ. ὅπου ἦν τὸ πρότερον J 6:62; ὧδε Rv 4:1; 11:12; ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς γῆς 20:9. W. indication of the place from which ἐκ τῆς ἀβύσσου 11:7; 17:8; ἐκ τῆς θαλάσσης (cp. Da 7:3) 13:1; ἐκ τῆς γῆς vs. 11. Abs. of angels (Orig., C. Cels. 5, 4, 9; cp. Iren. 1, 9, 3 [Harv. I 84, 6; of the Logos]) ἀγγέλους τοῦ θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας J 1:51 (cp. Gen 28:12 and see ἄγγελος 2, also WThüsing s.v. δόξα end; JDavies, He Ascended into Heaven, ’58).— Climb up ἐπὶ συκομορέαν Lk 19:4 (Diod S 3, 24, 2 ἐπὶ τὰ δένδρα; Aesop, Fab. 32 P.=48 H.; SIG 1168, 91 ἐπὶ δένδρον ἀ.).—Repres. a passive (Wlh., Einl.2 19.—Synes., Ep. 67 p. 215d a burden ‘is laid’ ἐπί τι) τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθύν the first fish that you catch Mt 17:27 (B-D-F §315).
    of things: smoke (Ex 19:18; Josh 8:21; Is 34:10) Rv 8:4; 9:2; 19:3; rocks ἐκ τοῦ πεδίου Hs 9, 2, 1; stones ἐκ βυθοῦ 9, 3, 3; of vines that cling to elm trees climb up Hs 2:3. Of plants also come up (Theophr., HP 8, 3, 2): thorn bushes (cp. Is 5:6; 32:13) Mt 13:7; Mk 4:7. ὅταν σπαρῇ ἀναβαίνει vs. 32; w. αὐξάνεσθαι vs. 8. Trees grow up B 11:10.—Prayers ascend to heaven (Ex 2:23; 1 Macc 5:31; 3 Macc 5:9; En 9:10 στεναγμός; Proverbia Aesopi 79 P.: ἀγαθῷ θεῷ λίβανος οὐκ ἀναβαίνει) Ac 10:4.—Fig. ἀνέβη φάσις τῷ χιλιάρχῳ a report came up to the tribune Ac 21:31. ἀνέβη ὁ κλῆρος ἐπὶ Συμεών (i.e. the priesthood went to Simeon) GJs 24:4 (sim. of kingdom Hdt. 1, 109 ἐς τὴν θυγατέρα; 7, 205 ἐς Λεωνίδην).
    Semitism (4 Km 12:5; Jer 3:16; 51:21; Is 65:16; MWilcox, The Semitisms of Acts. ’65, 63) ἀ. ἐπὶ καρδίαν lit. ‘to arise in the heart’ enter one’s mind (i.e. one begins to think about someth.) οὐκ ἀ. ἐπὶ καρδίαν it has never entered our minds, since the heart was regarded as the organ of thinking (=עָלָה עַל לֵב.—The Greek said ἐπὶ νοῦν ἀναβαίνει [Synes., Ep. 44 p. 182c] or ἦλθεν [Marinus, Vi. Procli 17 Boiss.]) 1 Cor 2:9 (MPhilonenko, TZ 15, ’59, 51f); Hv 1, 1, 8; 3, 7, 2 al. (s. καρδία 1bβ). Also ἀ. ἐν τῇ καρδίᾳ Hs 5, 1, 5. διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν τῇ καρδίᾳ doubts arise in (your) hearts Lk 24:38.—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀναβαίνω

См. также в других словарях:

  • ποταμοῦ — ποταμός river masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συγηροῦ ποταμοῦ ταβάθη γύρευε. — См. В тихом омуте черти водятся …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»