Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐκ+δεξιᾶς

  • 1 нуль-индикатор

    1. (в мостовых схемах измерения) о δείκτης-μηδέν
    ο ανιχνευτής της (μηδενικής) τάσης
    2. (указатель отклонения от заданного пеленга относительно радиомаяка) о δείκτης της αριστερής/δεξιάς απόκλισης (σε σχέση με το ραδιοφάρο).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль-индикатор

  • 2 правый

    прав||ый I
    прил
    1. δεξιός, δεξίς:
    \правыйая рука́ τό δεξί χέρι·
    2. полит δεξιός, τής δεξιάς παράταξης:
    \правый уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση.
    пра́в||ый II
    прил (справедливый) δίκαιος, νόμιμος, σωστός, ὁρθός:
    наше дело \правыйое ἡ ὑπόθεσή μας εἶναι δίκαια· быть \правыйым ἔχω δίκαιο, ἔχω δίκιο· вы совершенно \правыйы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο.

    Русско-новогреческий словарь > правый

  • 3 крайний

    επ.
    1. ακρινός, άκρος, ακραίος•τελευταίος• ουραίος•

    -яя правая партия κόμμα της άκρας δεξιάς•

    -яя цена τελευταία τιμή•

    крайний срок τελευταία προθεσμία•

    крайний север ο άκρος Βοράς.

    2. έκτακτος, εξαιρετικός, έσχατος, απόλυτος•

    -ые меры έκτακτα μέτρα•

    в -ем случае σε εξαιρετική περίπτωση, σε απόλυτη ανάγκη•

    по -ей мере τουλάχιστο, το λιγότερο•

    -яя необходимость επιταχτική ανάγκη•

    - яя плоть (ανατ.) ακροβυστία, ακροποσθία.

    Большой русско-греческий словарь > крайний

  • 4 правобережный

    της δεξιάς όχθης ποταμού.

    Большой русско-греческий словарь > правобережный

  • 5 правофланговый

    επ. (στρατ.) του δεξιού κέρατος, της δεξιάς πτέρυγας. || ευρισκόμενος στο δεξιό κέρας ή στον πρώτο στίχο ή ζυγό.

    Большой русско-греческий словарь > правофланговый

  • 6 Hand

    subs.
    P. and V. χείρ, ἡ.
    Left hand: P. and V. ριστερά, V. λαιά, ἡ.
    Right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.
    On which hand? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).
    On the right hand: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς.
    On the left hand: P. and V. ἐξ ριστερᾶς; see under Left.
    On either hand: P. ἑκατέρωθεν.
    On the other hand, on the contrary: P. and V. αὖ, Ar. and V. αὖτε.
    At the hands of: P. and V. πρός (gen.). ἐκ (gen.).
    At second hand: see under Second.
    At hand, ready, adj.: P. and V. πρόχειρος.
    Near: use adv. P. and V. ἐγγύς, πλησίον, πέλας; see Near.
    Be at hand: P. and V. παρεῖναι; see be present.
    Hand to hand, adj.: P. στάδιος; adv.: P. συσταδόν.
    The battle was stubborn, and hand to hand throughout: P. ἦν ἡ μάχη καρτερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα (Thuc. 4, 43).
    Off-hand, short in speech, adj.: P. βραχύλογος; on the spur of the moment, adv.: P. and V. φαύλως, P. ἐξ ἐπιδρομῆς, ἐξ ὑπογυίου.
    Get the upper hand: P. and V. κρατεῖν, νικᾶν, P. πλεονεκτεῖν; see Conquer.
    Die by one's own hand: V. αὐτόχειρ θνήσκειν.
    You dared not do this deed of murder with your own hand: V. δρᾶσαι τόδʼ ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως (Æsch., Ag. 1635).
    Made by hand, artificial, adj.: P. χειροποίητος.
    Lay hands on, v.: P. and V. ἅπτεσθαι (gen. ἐφάπτεσθαι (gen.), λαμβνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.), V. θιγγνειν (gen.) (Xen. but rare P.), ψαύειν (gen.) (rare P.).
    Don't lay hands on me: Ar. μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι (Lys. 893).
    They ought to bear evidence against me with their hands laid on the victims: P. δεῖ αὐτοὺς... ἁπτομένους τῶν σφαγίων καταμαρτυρεῖν ἐμοῦ (Ant. 130).
    Have a hand in, share in, v.: P. and V. μετέχειν (gen.), μεταλαμβνειν (gen.), κοινοῦσθαι (gen. or acc), συμμετέχειν (gen.), V. συμμετίσχειν (gen.).
    Meddle with: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ψαύειν (gen.), θιγγνειν (gen.), ἐπιψαύειν (gen.); see Touch.
    Lift hand against: see raise finger against, under Finger.
    Put in a person's hands, v.: P. ἐγχειρίζειν (τινί, τι).
    Take in hand, v.: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.), ναιρεῖσθαι, αἴρεσθαι, ἅπτεσθαι (gen.); see Manage, Undertake.
    Having one's hands full, adj.: P. and V. ἄσχολος; see Busy.
    Because they had so many dead on their hands already: P. διὰ τὸ συχνοὺς ήδη προτεθνάναι σφίσι (Thuc. 2, 52).
    They began to get out of hand: P. ἤρξαντο ἀτακτότεροι γενέσθαι (Thuc. 8, 105).
    Keep a tight hand on the allies: P. τὰ τῶν συμμάχων διὰ χειρὸς ἔχειν (Thuc. 2, 13).
    Rule with a high hand: P. ἄρχειν ἐγκρατῶς (absol.) (Thuc. 1, 76)
    Those present carried matters with such a high hand: P. εἰς τοῦτο βιαιότητος ἦλθον οἱ παρόντες (Lys. 167).
    Hand in marriage: use V. γμος, or pl., λέκτρον, or pl., λέχος, or pl.
    A suitor for your hand: V. τῶν σῶν γάμων μνηστήρ (Æsch., P.V. 739).
    Give your sister's hand to Pylades: V. Πυλάδῃ δʼ ἀδελφῆς λέκτρον δός (Eur., Or. 1658).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. παραδιδόναι.
    Hold out, offer: P. and V. ὀρέγειν.
    Hand down: P. and V. παραδιδόναι.
    Hand in (accounts, etc.): P. ἀποφέρειν.
    Hand over: P. and V. παραδιδόναι, ἐκδιδόναι, προστιθέναι.
    Give up: P. and V. φιέναι.
    Hand round: P. and V. περιφέρειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hand

  • 7 Right

    adj.
    Correct, true: P. and V. ληθής, ὀρθός, V. ναμερτής; see True.
    Fit, proper: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, σύμμετρος, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. προσεικώς, ἐπεικώς, συμπρεπής.
    Just: P. and V. δκαιος, ἔνδικος, ὀρθός, σος, ἔννομος, ἐπιεικής.
    What is right, duty: see Duty.
    ( It is) right, lawful: P. and V. ὅσιον, θεμιτόν (negatively) (rare P.), θέμις (rare P.), V. δκη.
    Reasonable, fair: P. and V. εἰκός.
    This too is right: V. ἔχει δὲ μοῖραν καὶ τόδε (Eur., Hipp. 988).
    Deserved, adj.: P. and V. ἄξιος, δκαιος, V. ἐπάξιος.
    Be right, v.: P. and V. ὀρθῶς γιγνώσκειν.
    Hit the mark: P. and V. τυγχνειν.
    Come right, v.: P. and V. ὀρθοῦσθαι, κατορθοῦσθαι, εὖ ἔχειν, καλῶς ἔχειν.
    Thinking that the future will come right of itself: P. τὰ μέλλοντα αὐτοματʼ οἰόμενοι σχήσειν καλῶς (Dem. 11).
    Put right, v.: P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, νορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    In one's right mind, adj.: P. and V. ἔννους, ἔμφρων; see Sane.
    Right as opposed to left: P. and V. δεξιός.
    The right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.
    On the right: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or use adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6).
    To the right of you: V. ἐν δεξιᾷ σου (Eur., Cycl. 682).
    Straight, direct: P. and V. εὐθς, ὀρθός.
    Adverbially: P. and V. εὐθύ, occasionally εὐθύς.
    Right out, (destroy, kill) right out: P. and V. ἄρδην; see Utterly.
    Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἄντικρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).
    Right through, prep.: V. διαμπάξ (gen.) (also used in Xen. as adv.), διαμπερές (gen.) (also used in Plat. as adv.).
    Right angle: P. ὀρθὴ γωνία, ἡ.
    At right angles: use adj., P. ἐγκάρσιος.
    ——————
    subs.
    Justice: P. and V. τὸ δκαιον, θεμς, ἡ (rare P.), P. δικαιοσύνη, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.).
    Legal right: P. and V. δκη, ἡ.
    Prerogative: P. and V. γέρας, τό; see Prerogative.
    Rights: P. and V. τὰ δκαια.
    Just claim: P. δικαίωμα, τό.
    Have a right to: P. and V. δκαιος εἶναι (infin.) (Eur., Heracl. 142), Ar. and P. ἄξιος εἶναι (infin.).
    By rights: use rightly.
    Put to rights: see put right, under Right.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    Set upright: P. and V. ὀρθοῦν.
    Guide aright: see under Guide.
    A ship strained forcibly by the sheet sinks, but rights again, if one slackens the rope: V. καὶ ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν, ἔστη δʼ αὖθις ἢν χαλᾷ πόδα (Eur., Or. 706).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Right

  • 8 Side

    subs.
    Of animals: P. and V. πλευρά, ἡ (generally pl.), Ar. and V. πλευρόν, τό (generally pl.).
    From the side: V. πλευρόθεν.
    Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.
    Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).
    Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).
    Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).
    Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.
    Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.
    On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).
    On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.
    On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ριστερᾶς; see Left.
    On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.
    On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.
    On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.
    On which of two sides: P. ποτέρωθι.
    On all sides: Ar. and P. πάντη, ἡ, P. and V. πανταχοῦ, πανταχῆ, V. πανταχοῦ, πανταχῆ.
    From all sides: P. and V. πάντοθεν (Plat., Andoc. Isae.), Ar. and P. πανταχόθεν.
    Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).
    On the father's side ( of relationship): P. and V. πατρόθεν, πρὸς πατρός, V. τὰ πατρόθεν.
    On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).
    On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).
    By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.
    From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.
    Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).
    On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).
    Side by side: use together.
    We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).
    Party, faction: P. and V. στσις, ἡ.
    I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).
    Attach to one's side, v.: P. and V. προσποιεῖσθαι, προσγεσθαι προστθεσθαι.
    Change sides: P. μεθίστασθαι.
    Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.
    Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).
    You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).
    On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).
    I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).
    There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).
    Leave on one side: P. and V. παριέναι; see Omit.
    ——————
    adj.
    P. πλάγιος.
    Side issue: P. and V. πρεργον, τό.
    ——————
    v. intrans.
    Side with: P. and V. προστθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετ (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.
    Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).
    Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Side with the Persians: P. Μηδίζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side

См. также в других словарях:

  • δεξιᾶς — δεξιά right hand fem gen sg (attic doric ionic aeolic) δεξιᾶ̱ς , δεξιάζω approve fut ind act 2nd sg (doric) δεξιός on the right hand fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιάς — δεξιά̱ς , δεξιά right hand fem acc pl (ionic) δεξιά̱ς , δεξιός on the right hand fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • десныи — (285) пр. 1. Правый, с правой стороны находящийся: донесъше тѣло ѥго положиша ѥ въ манастыри… || …на деснѣи странѣ цр҃кве ЖФП XII, 41б–в; поставиша ˫а надъ землею на деснѣи странѣ. СкБГ XII, 19в; ѥлико хотѩщеи ц(с)ре||ви покоритис˫а. и патриархѹ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»