-
1 βρεφος
- εος τό1) утробный плод, зародыш Hom., Plut.2) новорожденное дитя, младенец Pind., Aesch., Eur.ἐκ βρέφεος Anth. и ἀπὸ βρέφους NT. — с младенчества
3) детеныш(ἡμιόνου Her.)
4) ребенок, мальчик Theocr. -
2 καθαπτω
чаще med., ион. κατάπτομαι1) привязывать, прикреплять(τι ἀμφὴ σώματος δεσμοῖς Eur.)
2) укреплять(τι ἐπὴ τέν γῆν Xen.; τέν πρῶρραν εἰς ἀκίνητον Polyb.)
3) связывать, скреплять(φανερὸν …τὰ ὀστέα καθάπτειν τὰ νεῦρα Arst.)
4) набрасывать, накидывать, надевать(ὤμοις τινὸς ἀμφίβληστρον Soph.)
βρόχῳ καθημμένη Soph. — (Антигона) с накинутой (на шею) петлей;σκευῇ πρεπόντως σῶμ΄ ἐμὸν καθάψομαι Eur. — я надену на себя соответствующую одежду5) преимущ. med. схватывать(βρέφεος χείρεσσι Theocr.)
ἔχιδνα καθῆψε τῆς χειρός αὐτοῦ NT. — гадюка вцепилась ему в руку;6) med. простираться, проникать, доходить, достигать7) med. подходить, приближаться (к кому-л. с речью), обращаться(τινα ἐπέεσσι μαλακοῖσιν Hom.; λόγῳ δήκτῃ Plut.)
ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος Hom. — обратившись с неприязненной речью8) med. нападать, бранить, порицать(πικρῶς τινος Plut.)
ἐπειδή μου Νικίας καθήψατο Thuc. — поскольку Никий выступил с нападками на меня9) med. просить чьим-л. именем, призывать в свидетелиΔημαράτου τε καὴ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος Her. — ссылаясь на Демарата и других свидетелей
См. также в других словарях:
βρέφεος — βρέφος babe in the womb neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… … Dictionary of Greek
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο … Dictionary of Greek