-
1 εκώμαζον
-
2 ἐκώμαζον
См. также в других словарях:
ἐκώμαζον — κωμάζω revel imperf ind act 3rd pl κωμάζω revel imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκώμαζον
2 ἐκώμαζον
ἐκώμαζον — κωμάζω revel imperf ind act 3rd pl κωμάζω revel imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)