-
1 ἐκχορεύω
II [voice] Med., drive out of the chorus, (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκχορεύω
-
2 ἐκχορεύω
-
3 εξεχορεύσατο
-
4 ἐξεχορεύσατο
-
5 εξεχόρευε
-
6 ἐξεχόρευε
-
7 εξεχόρευσε
-
8 ἐξεχόρευσε
-
9 εξεχόρευσεν
-
10 ἐξεχόρευσεν
См. также в других словарях:
εκχορεύω — ἐκχορεύω (Α) 1. βγαίνω από τον χορό 2. μτφ. εκρήγνυμαι, ξεσπάω 3. μτφ. αγάλλομαι, σκιρτώ από χαρά 4. μέσ. αποβάλλω, διώχνω κάποιον από τον χορό … Dictionary of Greek
ἐξεχορεύσατο — ἐκχορεύω break out of the chorus aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεχόρευε — ἐκχορεύω break out of the chorus imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεχόρευσε — ἐκχορεύω break out of the chorus aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεχόρευσεν — ἐκχορεύω break out of the chorus aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)