См. также в других словарях:
εκφυτεύω — ἐκφυτεύω (Α) 1. (για δέντρο) μεταφυτεύω 2. φυτεύω τόπο, γεμίζω έναν τόπο με φυτά … Dictionary of Greek
ξεφυτεύω — βγάζω φυτό από τη ρίζα του, ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκφυτεύω (αόρ. ἐξ εφύτευσα), βλ. λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
προσεκφυτεύω — Α [ἐκφυτεύω] φυτεύω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek