Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκφωνήσεις

  • 1 εκφωνήσεις

    ἐκφώνησις
    pronunciation: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἐκφώνησις
    pronunciation: fem nom /acc pl (attic)
    ἐκφωνέω
    cry out: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐκφωνέω
    cry out: fut ind act 2nd sg
    ἐκφωνέω
    cry out: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐκφωνέω
    cry out: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > εκφωνήσεις

  • 2 ἐκφωνήσεις

    ἐκφώνησις
    pronunciation: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἐκφώνησις
    pronunciation: fem nom /acc pl (attic)
    ἐκφωνέω
    cry out: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐκφωνέω
    cry out: fut ind act 2nd sg
    ἐκφωνέω
    cry out: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐκφωνέω
    cry out: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐκφωνήσεις

См. также в других словарях:

  • ἐκφωνήσεις — ἐκφώνησις pronunciation fem nom/voc pl (attic epic) ἐκφώνησις pronunciation fem nom/acc pl (attic) ἐκφωνέω cry out aor subj act 2nd sg (epic) ἐκφωνέω cry out fut ind act 2nd sg ἐκφωνέω cry out aor subj act 2nd sg (epic) ἐκφωνέω cry out fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφωνητής — Πρόσωπο που διαβάζει στο μικρόφωνο ειδήσεις και διάφορα ανακοινωθέντα. Ο όρος ε. εμφανίστηκε με την άνοδο της ραδιοφωνίας, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη σπίκερ (speaker), η οποία στην αγγλική γλώσσα σημαίνει τον πρόεδρο …   Dictionary of Greek

  • εκφώνηση — η (AM ἐκφώνησις) εκκλ. ἐκφωνήσεις ύμνοι που εκφωνούνται στο τέλος μιας δεήσεως από τον αρχιερέα ή τον ιερέα στη διάρκεια τής λειτουργίας νεοελλ. 1. απαγγελία ή αναγγελία που γίνεται μεγαλόφωνα φρ. «εκφώνηση τών θεμάτων τών εξετάσεων» 2. (νομ.)… …   Dictionary of Greek

  • συλλειτουργικό(ν) — το, Ν μικρό λειτουργικό βιβλίο που περιέχει το σταθερό τμήμα τής θείας Λειτουργίας το οποίο ψάλλεται από τους πιστούς ή από τον χορό τών ψαλτών, δηλ. τις αποκρίσεις τού χορού ή τού λαού στις εκφωνήσεις τού ιερέα ή τού διακόνου και τους ψαλμούς ή… …   Dictionary of Greek

  • εκφωνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που κάνει την εκφώνηση: Χρειάζονται εκφωνητές για τα θέματα των εξετάσεων. 2. ειδικός υπάλληλος της ραδιοφωνίας ή της τηλεόρασης που κάνει τις εκφωνήσεις, ο σπίκερ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»