-
1 ἐκφορτίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφορτίζομαι
-
2 εκπεφορτισμένους
-
3 ἐκπεφορτισμένους
См. также в других словарях:
εκφορτίζομαι — (Α ἐκφορτίζομαι) απαλλάσσομαι από τη φόρτιση, από το φορτίο αρχ. 1. πουλιέμαι για εξαγωγή 2. μτφ. προδίνομαι, απάγομαι 3. ενεργ. εκφορτίζω ξεφορτώνω από το πλοίο … Dictionary of Greek
ἐκπεφορτισμένους — ἐκφορτίζομαι to be sold for exportation perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφορτίζομαι — ἀναφορτίζομαι (Α) βλ. ορθότερο εκφορτίζομαι … Dictionary of Greek