-
1 εκφανως
-
2 εκφανώς
-
3 ἐκφανῶς
-
4 ἐκ-φανής
ἐκ-φανής, ές, hervorscheinend; κάρυον ἐκ λεπίδων Philp. 20 (VI, 102); sichtbar, deutlich, τέκμαρ ἀνδρός Aesch. Eum. 235; ἐκφανῆ γένοιτο ὅπη ἔχει Plat. Rep. VII, 528 c; hervorleuchtend, berühmt, Poll. 5, 158 Artemid. 2, 30. – Adv. ἐκφανῶς, deutlich, Pol. öfter.
-
5 ἐκφάνδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφάνδην
-
6 ἐκφανής
См. также в других словарях:
ἐκφανῶς — ἐκφανής showing itself adverbial (attic epic doric) ἐκφανόω pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφανής — ές (AM ἐκφανής, ές) 1. αυτός που εξέχει ανάμεσα στους άλλους ώστε να φαίνεται καλά, ο φανερός, ο εναργής, ο σαφής 2. επιφανής, περιφανής, ένδοξος, περίφημος αρχ. Ι. 1. αυτός που φανερώνει τον εαυτό του, κατάδηλος, σαφής 2. ως ουσ. τὰ ἐκφανῆ… … Dictionary of Greek