Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκφανῶς

См. также в других словарях:

  • ἐκφανῶς — ἐκφανής showing itself adverbial (attic epic doric) ἐκφανόω pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφανής — ές (AM ἐκφανής, ές) 1. αυτός που εξέχει ανάμεσα στους άλλους ώστε να φαίνεται καλά, ο φανερός, ο εναργής, ο σαφής 2. επιφανής, περιφανής, ένδοξος, περίφημος αρχ. Ι. 1. αυτός που φανερώνει τον εαυτό του, κατάδηλος, σαφής 2. ως ουσ. τὰ ἐκφανῆ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»