Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐκτό-της

  • 1 ειργω

         εἴργω
        εἴργω, εἵργω
        ион. ἔργω и ἔργνῡμι, эп. тж. ἐέργω и ἐέργνῡμι (impf. εἷργον и ἔεργον, fut. εἴρξω, εἵρξω и ἔρξω, aor. 1 εἶρξα, εἷρξα и ἔρξα, aor. 2 εἴργᾰθον, ἔργᾰθον и ἐέργᾰθον; pass.: aor. εἴρχθην и εἵρχθην, ἔρχθην и ἕρχθην, pf. εἶργμαι и εἷργμαι; adj. verb. εἰρκτός, εἰρκτέος и ἑρκτός)
        1) затворять, запирать
        ἔνδον εἷρξαί τινα Arph.держать кого-л. взаперти;
        κλῄθροις εἵργεσθαι Eur. — подвергнуться (тюремному) заключению;
        εἷρξαί τινα δέκα μῆνας Dem.держать кого-л. в тюрьме десять месяцев;
        γέφυραι ἐεργμέναι Hom.крепко вделанные мосты или хорошо укрепленные плотины;
        ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος εἷρξαι Plat. — все родственные (друг другу) предметы заключить в единое подобие, т.е. в общее понятие

        2) закрывать, защищать
        3) сдерживать, удерживать, тж. не допускать, отгонять
        τῆλέ τινα εἵ. Hom.не подпускать кого-л. на близкое расстояние;
        εἵ. πελάζειν Soph. — не давать приблизиться;
        εἵ. τινὴ δόρυ Aesch.отводить от кого-л. копье;
        χαίροντα τινα εἰργάθειν Soph.сдерживать чей-л. восторг;
        ἐκτὸ;
        εἵ. νῆα τοῦ κύματος Hom. — держать корабль вдали от волн, т.е. охранять от натиска волн;
        εἴρξασθαι ἐκ τῶν Ἑλληνίδων πόλεων Xen. — не иметь доступа в греческие города;
        ἀπὸ χώρων εἰργόμενος Aesch. — гонимый из (всех) стран;
        εἵ. τινὰ μάχης Plut.удерживать кого-л. от битвы;
        οὐ καῦμα, οὐ νὺξ ἔργει μέ οὐ κατανύσαι τὸν δρόμον Her. — ни зной, ни ночь не препятствуют совершить путь;
        εἵ. (τοὺς πολεμίους) ὥστε μέ δύνασθαι βλάπτειν ἡμᾶς πορευομένους Xen. — лишить неприятелей возможности помешать нашему прохождению;
        med. — воздерживаться, удерживаться (τῶν ἀσέπτων Soph.; γέλωτος Plat.):
        ἔργεαθαι τοῦ ἄλσεος Her. — не входить в (священную) рощу;
        εἴργου Soph. — не смей, прочь

        4) лишать
        

    (τινὰ σιτίων Her.; εἰργόμενοι τῆς χώρας διὰ πόλεμον Arst.)

        εἵ. τινὰ τῆς ἀγορᾶς καὴ τῶν ἱερῶν Lys.запретить кому-л. доступ в народное собрание и участие в жертвоприношениях;
        πυρὸς καὴ ὕδατος εἴργεσθαι Plut. (лат. aqua et igni interdici) — быть лишенным воды и огня, т.е. гражданских прав

        5) отделять, отсекать

    Древнегреческо-русский словарь > ειργω

  • 2 ειργω...

        εἵργω...
        εἴργω, εἵργω
        ион. ἔργω и ἔργνῡμι, эп. тж. ἐέργω и ἐέργνῡμι (impf. εἷργον и ἔεργον, fut. εἴρξω, εἵρξω и ἔρξω, aor. 1 εἶρξα, εἷρξα и ἔρξα, aor. 2 εἴργᾰθον, ἔργᾰθον и ἐέργᾰθον; pass.: aor. εἴρχθην и εἵρχθην, ἔρχθην и ἕρχθην, pf. εἶργμαι и εἷργμαι; adj. verb. εἰρκτός, εἰρκτέος и ἑρκτός)
        1) затворять, запирать
        ἔνδον εἷρξαί τινα Arph.держать кого-л. взаперти;
        κλῄθροις εἵργεσθαι Eur. — подвергнуться (тюремному) заключению;
        εἷρξαί τινα δέκα μῆνας Dem.держать кого-л. в тюрьме десять месяцев;
        γέφυραι ἐεργμέναι Hom.крепко вделанные мосты или хорошо укрепленные плотины;
        ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος εἷρξαι Plat. — все родственные (друг другу) предметы заключить в единое подобие, т.е. в общее понятие

        2) закрывать, защищать
        3) сдерживать, удерживать, тж. не допускать, отгонять
        τῆλέ τινα εἵ. Hom.не подпускать кого-л. на близкое расстояние;
        εἵ. πελάζειν Soph. — не давать приблизиться;
        εἵ. τινὴ δόρυ Aesch.отводить от кого-л. копье;
        χαίροντα τινα εἰργάθειν Soph.сдерживать чей-л. восторг;
        ἐκτὸ;
        εἵ. νῆα τοῦ κύματος Hom. — держать корабль вдали от волн, т.е. охранять от натиска волн;
        εἴρξασθαι ἐκ τῶν Ἑλληνίδων πόλεων Xen. — не иметь доступа в греческие города;
        ἀπὸ χώρων εἰργόμενος Aesch. — гонимый из (всех) стран;
        εἵ. τινὰ μάχης Plut.удерживать кого-л. от битвы;
        οὐ καῦμα, οὐ νὺξ ἔργει μέ οὐ κατανύσαι τὸν δρόμον Her. — ни зной, ни ночь не препятствуют совершить путь;
        εἵ. (τοὺς πολεμίους) ὥστε μέ δύνασθαι βλάπτειν ἡμᾶς πορευομένους Xen. — лишить неприятелей возможности помешать нашему прохождению;
        med. — воздерживаться, удерживаться (τῶν ἀσέπτων Soph.; γέλωτος Plat.):
        ἔργεαθαι τοῦ ἄλσεος Her. — не входить в (священную) рощу;
        εἴργου Soph. — не смей, прочь

        4) лишать
        

    (τινὰ σιτίων Her.; εἰργόμενοι τῆς χώρας διὰ πόλεμον Arst.)

        εἵ. τινὰ τῆς ἀγορᾶς καὴ τῶν ἱερῶν Lys.запретить кому-л. доступ в народное собрание и участие в жертвоприношениях;
        πυρὸς καὴ ὕδατος εἴργεσθαι Plut. (лат. aqua et igni interdici) — быть лишенным воды и огня, т.е. гражданских прав

        5) отделять, отсекать

    Древнегреческо-русский словарь > ειργω...

См. также в других словарях:

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • μετατόπιση — Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… …   Dictionary of Greek

  • βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκης, νομός — Νομός (3.560 τ. χλμ., 1.057.825 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, στα Α βρέχεται από τον κόλπο Ορφανού (Στρυμονικό), στα Ν συνορεύει με τον νομό Χαλκιδικής, ενώ ένα τμήμα του βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες …   Dictionary of Greek

  • έφεκτος — ἔφεκτος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει τη μονάδα και το ένα έκτο της (11/6) 2. φρ. «τόκος ἔφεκτος» τόκος ίσος με το 1/6 τού αρχικού κεφαλαίου, δηλ. τόκος 162/3% 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφεκτον πρόσθετος φόρος ενός έκτου επί τής πληρωμής για τη… …   Dictionary of Greek

  • εφεξαμερής — ἐφεξαμερής, ὁ (Α) αριθμός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και το ένα έκτο της (1+1/6). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑξα μερής (< ἕξ + μερής < μέρος), πρβλ. δı μερής, πολυ μερής] …   Dictionary of Greek

  • ημίτριτον — ἡμίτριτον, τὸ (Α) το ένα έκτο τής μνας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»