-
1 εκτραπεζος
См. также в других словарях:
εκτράπεζος — ἐκτράπεζος, ον (Α) αποδιωγμένος ή αποκλεισμένος από το τραπέζι … Dictionary of Greek
ἐκτράπεζον — ἐκτράπεζος banished from the table masc/fem acc sg ἐκτράπεζος banished from the table neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek