1 εκτιθηνεομαι
(ἐννοίας ὥσπερ τέκνα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > εκτιθηνεομαι
2 συνεκτιθηνεομαι
(τινα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > συνεκτιθηνεομαι