Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκτελεῖ

  • 1 εκτελεί

    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελής
    brought to an end: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἐκτελής
    brought to an end: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > εκτελεί

  • 2 ἐκτελεῖ

    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἐκτελής
    brought to an end: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἐκτελής
    brought to an end: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ἐκτελεῖ

  • 3 εκτέλει

    ἐκτελέω
    bring to an end: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: imperf ind act 3rd sg (attic epic)

    Morphologia Graeca > εκτέλει

  • 4 ἐκτέλει

    ἐκτελέω
    bring to an end: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    ἐκτελέω
    bring to an end: imperf ind act 3rd sg (attic epic)

    Morphologia Graeca > ἐκτέλει

См. также в других словарях:

  • ἐκτελεῖ — ἐκτελέω bring to an end pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκτελέω bring to an end pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐκτελέω bring to an end fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκτελέω bring to an end fut ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτέλει — ἐκτελέω bring to an end pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐκτελέω bring to an end pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐκτελέω bring to an end imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐκτελέω bring to an end imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • ρομπότ — Μηχάνημα ικανό να εκτελεί πράξεις, που αποτελούν μέρος ενός καθορισμένου προγράμματος, και με ορισμένες λειτουργικές ομοιότητες με τον άνθρωπο. Ο όρος προήλθε από την τσεχική λέξη robota (= εργασία), όταν ο Κάρελ Τσάπεκ έγραψε το 1923 το ονομαστό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»