-
1 ἐκτίκτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτίκτω
-
2 ἐκτίκτω
V 0-0-1-0-0=1 Is 55,10 -
3 τίκτω
+ V 101-72-44-19-8=244 Gn 3,16; 4,1.2.17.20to bring forth [τινα] (of women) Gn 3,16; id. [abs.] 1 Sm 4,19; id. [τινα] (of anim.) Gn 30,39; to generate, to produce [τι] Jb 38,28Cf. LE BOULLUEC 1989 78-79(Ex 1,16.19).115; WALTERS 1973, 116; WEVERS 1990, 9; →NIDNTT(→ἀνατίκτω, ἀποτίκτω, ἐκτίκτω,,)
См. также в других словарях:
εκτίκτω — ἐκτίκτω (Α) 1. τίκτω, γεννώ (α. «τὰ μὲν οὖν θήλεα χαλεπώτατα, ὅταν ἐκτέκωσι πρῶτον» Αριστ. β. «Ζαχαρίας Ίωάννην ἐκτέτοκεν», Μηναία, Ωδή 3) 2. μτφ. διαμορφώνω γνώμη … Dictionary of Greek
προεκτίκτω — Α γεννώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτίκτω «γεννώ»] … Dictionary of Greek
συνεκτίκτω — Α γεννώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτίκτω «γεννώ, τίκτω»] … Dictionary of Greek