-
1 ἐκσυριγγόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκσυριγγόομαι
-
2 εκσυριγγούνται
-
3 ἐκσυριγγοῦνται
См. также в других словарях:
ἐκσυριγγοῦνται — ἐκσυριγγόομαι discharge itself by a fistulous opening pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)