-
1 εκστάση
ἐκστάσηι, ἔκστασιςdisplacement: fem dat sg (epic)ἐκστά̱σῃ, ἐξίστημιdisplace: aor part act fem dat sg (attic epic ionic)ἐκστά̱σῃ, ἐξίστημιdisplace: aor subj mid 2nd sg (doric)ἐκστά̱σῃ, ἐξίστημιdisplace: aor subj act 3rd sg (doric)ἐκστά̱σῃ, ἐξίστημιdisplace: fut ind mid 2nd sg (doric)ἐκστάζωexude: aor subj mid 2nd sgἐκστάζωexude: aor subj act 3rd sgἐκστάζωexude: fut ind mid 2nd sg -
2 ἐκστάσῃ
ἐκστάσηι, ἔκστασιςdisplacement: fem dat sg (epic)ἐκστά̱σῃ, ἐξίστημιdisplace: aor part act fem dat sg (attic epic ionic)ἐκστά̱σῃ, ἐξίστημιdisplace: aor subj mid 2nd sg (doric)ἐκστά̱σῃ, ἐξίστημιdisplace: aor subj act 3rd sg (doric)ἐκστά̱σῃ, ἐξίστημιdisplace: fut ind mid 2nd sg (doric)ἐκστάζωexude: aor subj mid 2nd sgἐκστάζωexude: aor subj act 3rd sgἐκστάζωexude: fut ind mid 2nd sg -
3 έκσταση
1) rapture2) tranceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έκσταση
См. также в других словарях:
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
έκσταση — η 1. η απόσπαση του πνεύματος από την κανονική του κατάσταση και η πλήρης απορρόφησή του από μια μόνη εντύπωση, το θάμπος, κατάπληξη. 2. υπερέξαψη των αισθήσεων και της φαντασίας, που συνοδεύεται από παραισθήσεις και ψευδαισθησίες, σε άτομα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκστάσῃ — ἐκστάσηι , ἔκστασις displacement fem dat sg (epic) ἐκστά̱σῃ , ἐξίστημι displace aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐκστά̱σῃ , ἐξίστημι displace aor subj mid 2nd sg (doric) ἐκστά̱σῃ , ἐξίστημι displace aor subj act 3rd sg (doric) ἐκστά̱σῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
μέντιουμ ή διάμεσο — Πρόσωπο προικισμένο με ψυχικές ικανότητες πέραν του κανονικού, οι οποίες και το αναγκάζουν να προβεί ασυνήθιστες εκδηλώσεις που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της μεταφυσικής. Η φαινομενολογία επιτυγχάνεται όταν το μ. (του οποίου η ψυχική και… … Dictionary of Greek
εκστατικός — ή, ό (AM ἐκστατικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος μσν. αυτός που γίνεται με έκσταση αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός) 2. αυτός… … Dictionary of Greek
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
θρίασις — θρίασις, ἡ (Α) ενθουσιασμός, μαντική έκσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριάζω (< θριαί) «βρίσκομαι σε έκσταση, προφητεύω»] … Dictionary of Greek
μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… … Dictionary of Greek
σαμανισμός — Ιδιαίτερο θρησκευτικό σύστημα, διαδομένο προπάντων στις υποαρκτικές περιοχές, κατά το οποίο μερικά πρόσωπα προικισμένα με ειδικές δυνάμεις, οι σαμάν, μπορούν να επικοινωνήσουν με τον κόσμο των πνευμάτων για να πετύχουν ορισμένα ωφελήματα. Ο όρος… … Dictionary of Greek
συνενθουσιάζω — Α (για τις Βάκχες) γίνομαι ένθους μαζί με κάποιον άλλο, καταλαμβάνομαι από θεϊκή έκσταση με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνθουσιάζω «βρίσκομαι σε έκσταση, καταλαμβάνομαι από θεϊκή μανία»] … Dictionary of Greek