-
1 εκστρατεια
-
2 εκστρατεία
η1) воен, выступление, поход; кампания; 2) экспедиция; 3) кампания (общественная) -
3 εκστρατεία
[экстратиа] ουσ θ военный поход, кампания. -
4 εκκαθαριστικούς
η, ό[ν]1) прям., перен. производящий чистку; 2) фин. связанный с подведением итога, с расчётом; 3):εκκαθαριστικούςή εκστρατεία — карательная экспедиция;
εκκαθαριστικούςή επιχείρησις — операция прочёсывания
См. также в других словарях:
ἐκστρατεία — ἐκστρατείᾱ , ἐκστρατεία going out on service fem nom/voc/acc dual ἐκστρατείᾱ , ἐκστρατεία going out on service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατείᾳ — ἐκστρατείᾱͅ , ἐκστρατεία going out on service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκστρατεία — η (AM ἐκστρατεία) η ενέργεια τού εκστρατεύω, η έξοδος στρατού από τη χώρα για πολεμικούς σκοπούς νεοελλ. 1. το σύνολο τών επιχειρήσεων ενός στρατεύματος σε ξένη χώρα 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βρίσκεται ένας σε εκστρατεία 3. (κατ… … Dictionary of Greek
εκστρατεία — η 1. η έξοδος του στρατού από τη χώρα για πολεμικούς σκοπούς. 2. εξερευνητική αποστολή: Εκστρατεία στα Ιμαλάια. 3. μτφ., προσπάθεια για επιτυχία ορισμένου σκοπού, σταυροφορία: Εκστρατεία κατά των ναρκωτικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αργοναυτική εκστρατεία — Βλ. λ. Αργοναύτες … Dictionary of Greek
Μικρασιατική εκστρατεία — Βλ. λ. Μικρά Ασία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
ἐκστρατείας — ἐκστρατείᾱς , ἐκστρατεία going out on service fem acc pl ἐκστρατείᾱς , ἐκστρατεία going out on service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατείαν — ἐκστρατείᾱν , ἐκστρατεία going out on service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατειῶν — ἐκστρατεία going out on service fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατεῖαι — ἐκστρατεία going out on service fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατείαις — ἐκστρατεία going out on service fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)