-
1 εκσπόνδως
ἔκσπονδοςadverbialἔκσπονδοςmasc /fem acc pl (doric)ἐκσπονδοςout of the treaty: adverbialἐκσπονδοςout of the treaty: masc /fem acc pl (doric) -
2 ἐκσπόνδως
ἔκσπονδοςadverbialἔκσπονδοςmasc /fem acc pl (doric)ἐκσπονδοςout of the treaty: adverbialἐκσπονδοςout of the treaty: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
ἐκσπόνδως — ἔκσπονδος adverbial ἔκσπονδος masc/fem acc pl (doric) ἐκσπονδος out of the treaty adverbial ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκσπονδος — η, ον (AM ἔκσπονδος, ον) Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.) 2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές 3. (για ενέργειες ή… … Dictionary of Greek