-
1 εκσπόνδου
-
2 ἐκσπόνδου
См. также в других словарях:
ἐκσπόνδου — ἔκσπονδος masc/fem/neut gen sg ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκσπόνδου
2 ἐκσπόνδου
ἐκσπόνδου — ἔκσπονδος masc/fem/neut gen sg ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)