Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκσπόνδους

См. также в других словарях:

  • ἐκσπόνδους — ἔκσπονδος masc/fem acc pl ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκσπονδος — η, ον (AM ἔκσπονδος, ον) Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.) 2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές 3. (για ενέργειες ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»