-
1 εκσκορπισμος
См. также в других словарях:
εκσκορπισμός — ἐκσκορπισμός, ο (Α) διασκορπισμός … Dictionary of Greek
ἐκσκορπισμόν — ἐκσκορπισμός scattering abroad masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκσκορπισμος
εκσκορπισμός — ἐκσκορπισμός, ο (Α) διασκορπισμός … Dictionary of Greek
ἐκσκορπισμόν — ἐκσκορπισμός scattering abroad masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)